Τερακότα
ΚΕΡΑΜΙΚΌ ΥΛΙΚΌ ΜΕ ΒΆΣΗ ΤΟΝ ΆΡΓΙΛΟ
Τερρακόττα; Τερρακότα
Η τερακότα, τέρα κότα ή τερα-κότα (terracotta, Ιταλικά : «ψημένη γη», από τη λατινική φράση cocta terra),"Terracotta", p. 341, Delahunty, Andrew, From Bonbon to Cha-cha: Oxford Dictionary of Foreign Words and Phrases, 2008, OUP Oxford, , 9780199543694 είναι είδος πήλινων με βάση τον άργιλο αστίλβωτων ή στιλβωμένων κεραμικών,OED, "Terracotta"; "Terracotta", MFA Boston, "Cameo" database όπου η καύση του σώματος είναι πορώδες.